- μετάβολον
- μετάβολοςchangeablemasc/fem acc sgμετάβολοςchangeableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… … Dictionary of Greek